προβληματικός

Zo stránky Wikislovník

Gréčtina[upraviť]

Výslovnosť[upraviť]

  • IPA: [pɾɔ.vli.ma.ti.ˈkos]

Prídavné meno[upraviť]

Skloňovanie[upraviť]

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský stredný mužský ženský stredný
nominatív προβληματικός προβληματική προβληματικό προβληματικοί προβληματικές προβληματικά
genitív προβληματικού προβληματικής προβληματικού προβληματικών προβληματικών προβληματικών
akuzatív προβληματικό(ν) προβληματική προβληματικό προβληματικούς προβληματικές προβληματικά
vokatív προβληματικέ προβληματική προβληματικό προβληματικοί προβληματικές προβληματικά

Význam[upraviť]

  1. problematický, problémový

Príbuzné slová[upraviť]