αποφασιστικός
Vzhľad
Gréčtina
[upraviť]Výslovnosť
[upraviť]- IPA: [a.po.fa.si.stiˈkos]
Prídavné meno
[upraviť]Skloňovanie
[upraviť]Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | stredný | mužský | ženský | stredný |
nominatív | αποφασιστικός | αποφασιστική | αποφασιστικό | αποφασιστικοί | αποφασιστικές | αποφασιστικά |
genitív | αποφασιστικού | αποφασιστικής | αποφασιστικού | αποφασιστικών | αποφασιστικών | αποφασιστικών |
akuzatív | αποφασιστικό | αποφασιστική | αποφασιστικό | αποφασιστικούς | αποφασιστικές | αποφασιστικά |
vokatív | αποφασιστικέ | αποφασιστική | αποφασιστικό | αποφασιστικοί | αποφασιστικές | αποφασιστικά |
Význam
[upraviť]Príbuzné slová
[upraviť]- απόφαση (rozhodnutie)
- αποφασιστικότητα (rozhodnosť)
- αποφασίζω (rozhodnúť, rozhodovať)