βόμβα
Gréčtina[upraviť]
Výslovnosť[upraviť]
- IPA: [ˈvoɱ.va]
Delenie[upraviť]
- βόμ-βα
Podstatné meno[upraviť]
- rod ženský
Skloňovanie[upraviť]
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | βόμβα | βόμβες |
Genitív | βόμβας | βομβών |
Akuzatív | βόμβα | βόμβες |
Vokatív | βόμβα | βόμβες |
Význam[upraviť]
Príbuzné slová[upraviť]
- αβομβάρδιστος
- ατομοβόμβα
- βομβάρδα
- βομβαρδίζω
- βομβαρδίζομαι
- βομβάρδισμα
- βομβαρδισμένος
- βομβαρδισμός
- βομβαρδοβολώ
- βομβιστής
- βομβίστρια
- βομβαρδιστής
- βομβαρδιστικό
- βομβαρδιστικός
- βομβίδα
- βομβιδοβόλο
- βομβιστικός
- βομβοβόλο
- βομβόπληκτος
- οπλοβομβίδα
- οπλοβομβιδοβόλο
- οπλοβομβιστής
- σεξοβόμβα
- τηλεβόμβα
- υδρογονοβόμβα
- υπερβόμβα
- χειροβομβίδα
- χειροβομβιστής
- βόμβος