Preskočiť na obsah

παντρεμένος

Zo stránky Wikislovník

Gréčtina

[upraviť]

Výslovnosť

[upraviť]
  • IPA: [pan.dre.ˈmɛ.nos]
  • IPA: [pan.drev.ˈmɛ.nos]

Prídavné meno

[upraviť]

Skloňovanie

[upraviť]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský stredný mužský ženský stredný
nominatív παντρεμένος παντρεμένη παντρεμένο παντρεμένοι παντρεμένες παντρεμένα
genitív παντρεμένου παντρεμένης παντρεμένου παντρεμένων παντρεμένων παντρεμένων
akuzatív παντρεμένο(ν) παντρεμένη παντρεμένο παντρεμένους παντρεμένες παντρεμένα
vokatív παντρεμένε παντρεμένη παντρεμένο παντρεμένοι παντρεμένες παντρεμένα

Význam

[upraviť]
  1. ženatý, vydatý, osobášený

Synonymá

[upraviť]
  1. έγγαμος

Antonymá

[upraviť]
  1. ανύπαντρος, άγαμος

Príbuzné slová

[upraviť]