σκάνδαλο
Gréčtina[upraviť]
Výslovnosť[upraviť]
- IPA: [ˈskan.ða.lo]
Delenie[upraviť]
- σκάν-δα-λο
Podstatné meno[upraviť]
- rod stredný
Skloňovanie[upraviť]
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | σκάνδαλο | σκάνδαλα |
Genitív | σκανδάλου / σκάνδαλου | σκανδάλων |
Akuzatív | σκάνδαλο | σκάνδαλα |
Vokatív | σκάνδαλο | σκάνδαλα |
Význam[upraviť]
Príbuzné slová[upraviť]
- ασκανδάλιστα
- ασκανδάλιστος
- σκανδαλάκι
- σκανδάλη
- σκανδάλι
- σκανδαλιά
- σκανδαλιάρης
- σκανδαλιάρικα
- σκανδαλιάρικος
- σκανδαλίζω
- σκανδάλιση
- σκανδαλισμένος
- σκανδαλισμός
- σκανδαλιστικά
- σκανδαλιστικός
- σκανδαλίτσα
- σκανδαλοθήρας
- σκανδαλοθηρία
- σκανδαλοθηρικά
- σκανδαλοθηρικός
- σκανδαλοθηρικώς
- σκανδαλοθηρώ
- σκανδαλολογία
- σκανδαλολογικός
- σκανδαλολογώ
- σκανδαλοπλόκος
- σκανδαλοποιός
- σκάνδαλος
- σκανδαλώδης
- σκανδαλωδώς