συγκεκριμένος
Vzhľad
Gréčtina
[upraviť]Výslovnosť
[upraviť]Prídavné meno
[upraviť]Skloňovanie
[upraviť]Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | stredný | mužský | ženský | stredný |
nominatív | συγκεκριμένος | συγκεκριμένη | συγκεκριμένο | συγκεκριμένοι | συγκεκριμένες | συγκεκριμένα |
genitív | συγκεκριμένου | συγκεκριμένης | συγκεκριμένου | συγκεκριμένων | συγκεκριμένων | συγκεκριμένων |
akuzatív | συγκεκριμένο(ν) | συγκεκριμένη | συγκεκριμένο | συγκεκριμένους | συγκεκριμένες | συγκεκριμένα |
vokatív | συγκεκριμένε | συγκεκριμένη | συγκεκριμένο | συγκεκριμένοι | συγκεκριμένες | συγκεκριμένα |
Význam
[upraviť]Antonymá
[upraviť]- αφηρημένος (abstraktný)