συνδρομήτρια
Gréčtina[upraviť]
Podstatné meno[upraviť]
- rod ženský
Skloňovanie[upraviť]
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | συνδρομήτρια | συνδρομήτριες |
Genitív | συνδρομήτριας | συνδρομητριών |
Akuzatív | συνδρομήτρια | συνδρομήτριες |
Vokatív | συνδρομήτρια | συνδρομήτριες |