Preskočiť na obsah

σχετικός

Zo stránky Wikislovník

Gréčtina

[upraviť]

Výslovnosť

[upraviť]
  • IPA: [sçe.ti.ˈkɔs]

Prídavné meno

[upraviť]

Skloňovanie

[upraviť]
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský stredný mužský ženský stredný
nominatív σχετικός σχετική σχετικό σχετικοί σχετικές σχετικά
genitív σχετικού σχετικής σχετικού σχετικών σχετικών σχετικών
akuzatív σχετικό(ν) σχετική σχετικό σχετικούς σχετικές σχετικά
vokatív σχετικέ σχετική σχετικό σχετικοί σχετικές σχετικά

Význam

[upraviť]
  1. pomerný, relatívny

Príbuzné slová

[upraviť]