γυναίκα
Gréčtina[upraviť]
Výslovnosť[upraviť]
- IPA: [ʝiˈne.ka]
Delenie[upraviť]
- γυ-ναί-κα
Podstatné meno[upraviť]
- rod ženský
Skloňovanie[upraviť]
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | γυναίκα | γυναίκες |
Genitív | γυναίκας | γυναικών |
Akuzatív | γυναίκα | γυναίκες |
Vokatív | γυναίκα | γυναίκες |
Význam[upraviť]
Synonymá[upraviť]
Antonymá[upraviť]
Príbuzné slová[upraviť]
- γυναικάκι
- γυναικάκιας
- γυναικάρα
- γυναικάς
- γυναικείος
- γυναίκειος
- γυναικίσιος
- γυναικίστικος
- γυναικούλα
- γυναικωνίτης
- γυναικωτός
- γύναιο
- αντρογυναίκα
- αρχοντογυναίκα
- βρομογυναίκα
- βρομογύναικο
- διαβολογυναίκα
- λεβεντογυναίκα
- νταρντανογυναίκα
- παλιογυναίκα
- παλιογύναικο
- αντρόγυνο
- μισογύνης
- γυναικαδέλφη
- γυναικάδελφος
- γυναικαρέσκεια
- γυναικάρεσκος
- γυναικοδουλειά
- γυναικοθήρας
- γυναικοκαβγάς
- γυναικόκοσμος
- γυναικοκρατούμαι
- γυναικοκτονία
- γυναικολογία
- γυναικολογικός
- γυναικολόγος
- γυναικολόι
- γυναικομάνι
- γυναικόπαιδα
- γυναικοπαρέα
- γυναικοπρεπής
- γυναικοφέρνω
- γυναικοφέρσιμο
- γυναικομαστία