μέλισσα
Prejsť na navigáciu
Prejsť na vyhľadávanie
Gréčtina[upraviť]
Výslovnosť[upraviť]
- IPA: [ˈme.li.sa]
Delenie[upraviť]
- μέ-λισ-σα
Podstatné meno[upraviť]
- rod ženský
Skloňovanie[upraviť]
Pád | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | μέλισσα | μέλισσες |
Genitív | μέλισσας | μελισσών |
Akuzatív | μέλισσα | μέλισσες |
Vokatív | μέλισσα | μέλισσες |
Význam[upraviť]
Príbuzné slová[upraviť]
- μέλι
- μελισσάκι
- Μελισσάνθη
- μελίσσι
- μελισσολόι
- μελισσόπουλο
- μελισσούλα
- μελισσώνας
- μελισσοβότανο
- μελισσόκηπος
- μελισσοκομείο
- μελισσοκομία
- μελισσοκομικός
- μελισσοκόμος
- μελισσοκόφινο
- μελισσοτροφείο
- μελισσοτροφία
- μελισσοτροφικός
- μελισσοτρόφος
- μελισσουργείο
- μελισσουργία
- μελισσουργικός
- μελισσουργός
- μελισσοφάγος
- μελισσόχορτο