μελισσοκόμος
Gréčtina[upraviť]
Výslovnosť[upraviť]
- IPA: [me.li.soˈko.mos]
Delenie[upraviť]
- με-λισ-σο-κό-μος
Podstatné meno[upraviť]
- rod mužský nebo ženský
Skloňovanie[upraviť]
▼ Pád ╲ Číslo ► | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | μελισσοκόμος | μελισσοκόμοι |
Genitív | μελισσοκόμου | μελισσοκόμων |
Akuzatív | μελισσοκόμο | μελισσοκόμους |
Vokatív | μελισσοκόμε | μελισσοκόμοι |
Význam[upraviť]
Príbuzné slová[upraviť]
- μέλισσα
- μέλι
- μελισσάκι
- Μελισσάνθη
- μελίσσι
- μελισσολόι
- μελισσόπουλο
- μελισσούλα
- μελισσώνας
- μελισσοβότανο
- μελισσόκηπος
- μελισσοκομείο
- μελισσοκομία
- μελισσοκομικός
- μελισσοκόφινο
- μελισσοτροφείο
- μελισσοτροφία
- μελισσοτροφικός
- μελισσοτρόφος
- μελισσουργείο
- μελισσουργία
- μελισσουργικός
- μελισσουργός
- μελισσοφάγος
- μελισσόχορτο