μέρα
Prejsť na navigáciu
Prejsť na vyhľadávanie
Gréčtina[upraviť]
Výslovnosť[upraviť]
- IPA: [ˈme.ɾa]
Podstatné meno[upraviť]
- rod ženský
Skloňovanie[upraviť]
Pád | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | μέρα | μέρες |
Genitív | μέρας | μερών |
Akuzatív | μέρα | μέρες |
Vokatív | μέρα | μέρες |
Význam[upraviť]
Príbuzné slová[upraviť]
Frázy a idiómy[upraviť]
- βλέπω άσπρη μέρα
- δε βλέπω τη μέρα
- η μέρα με τη νύχτα
- κι αύριο μέρα είναι
- με βρίσκει η μέρα
- μέρα μεσημέρι
- μέρα παρά μέρα
- μέρα με τη μέρα
- μετρώ τις μέρες
- μια μέρα και μια μέρα των ημερών
- όσο είναι μέρα