ψωμί
Prejsť na navigáciu
Prejsť na vyhľadávanie
Gréčtina[upraviť]
Výslovnosť[upraviť]
- IPA: [psoˈmi]
Delenie[upraviť]
- ψω-μί
Podstatné meno[upraviť]
- rod stredný
Skloňovanie[upraviť]
Pád | Singulár | Plurál |
---|---|---|
Nominatív | ψωμί | ψωμιά |
Genitív | ψωμιού | ψωμιών |
Akuzatív | ψωμί | ψωμιά |
Vokatív | ψωμί | ψωμιά |
Význam[upraviť]
Synonymá[upraviť]
Príbuzné slová[upraviť]
- ψωμάς
- ψωμάδαινα
- ψωμάδικο
- ψωμιέρα
- ψωμίζω
- ψωμάκι
- ελιόψωμο
- κριθαρόψωμο
- λαδόψωμο
- λαμπρόψωμο
- ξερόψωμο
- σταφιδόψωμο
- τηγανόψωμο
- τυρόψωμο
- χαρουπόψωμο
- χριστόψωμο
- ψωμοζήτης
- ψωμοζητώ
- ψωμοζώ
- ψωμόλυσσα
- ψωμοπάτης
- ψωμοτρώγω
- ψωμοτύρι
- ψωμοφάγος